χλοοβριθής

χλοοβριθής
-ές, Ν
(για τόπο) γεμάτος χλόη, γεμάτος πρασινάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -βριθής (< βρίθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο-βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”